Με δεδομένα τα τεράστια προβλήματα παραοικονομίας και φοροδιαφυγής (σύμφωνα με επίσημα στοιχεία του ΟΟΣΑ του Ιουλίου 2009, η παραοικονομία υπολογίζεται σε 65 δισ. ή περίπου 25% του ΑΕΠ και η φοροδιαφυγή σε 24 δισ. ή περίπου 50% των φορολογικών εσόδων), τα μεγάλα ελλείμματα στα δημόσια ταμεία, ήταν πανθομολογούμενη η διαπίστωση ότι η χώρα έχει ανάγκη από μία γενναία-ριζοσπαστική φορολογική μεταρρύθμιση.
Η μεταρρύθμιση αυτή μάλιστα μπορούσε πολύ πιο εύκολα να γίνει αποδεκτή, με δεδομένη τη συνετή και υπεύθυνη στάση της αξιωματικής αντιπολίτευσης, της ΝΔ. Σε όλους τους τόνους το κόμμα της ΝΔ έχει διακηρύξει ότι δεν θα διστάσει να στηρίξει θετικές πρωτοβουλίες της κυβέρνησης. Συνάμα όμως και όπου διαφωνεί, ο λόγος της δεν θα είναι στείρος, μικροπολιτικός, αντιπολιτευτικός -όπως έκανε το ΠΑΣΟΚ όταν ήταν στην αντιπολίτευση-, αλλά η διαφωνία της θα είναι τεκμηριωμένη και θα συνοδεύεται από ρεαλιστικές-υπεύθυνες προτάσεις της.
Παρ΄ όλα αυτά, η κυβέρνηση, αποδεικνύοντας, για μια ακόμη φορά σε όλη την ελληνική κοινωνία ότι ήταν παντελώς ανέτοιμη να αναλάβει τη διακυβέρνηση της χώρας (παρά το ότι τουλάχιστον ένα χρόνο πριν τις εκλογές της 4ης Οκτωβρίου 2009, το ΠΑΣΟΚ με αφορμή την επικείμενη εκλογή Προέδρου της Δημοκρατίας του Μαρτίου του 2010 εκβίαζε για αυτές) μετά από ένα πρωτότυπο «διάλογο», που η πλειοψηφία των φορέων και των εκπροσώπων των παραγωγικών τάξεων κατήγγειλε ότι δεν ήταν ουσιαστικός, τελικά αποφάσισε στα τέλη Μαρτίου να καταθέσει το φορολογικό νομοσχέδιο.
Ένα νομοσχέδιο που καθυστέρησε πάρα πολύ, σύμφωνα άλλωστε με επισημάνσεις ακόμη και κορυφαίων στελεχών του ΠΑΣΟΚ (Απ. Κακλαμάνης, Χρ. Παπουτσής κ.α.). Ένα νομοσχέδιο που με μια πρώτη ανάγνωση, αλλά και με τις συνεχείς αλλαγές που ακολούθησαν και ακολουθούν, αποδείχθηκε ότι ήταν πολύ πρόχειρο, πολύ κατώτερο των περιστάσεων, άτολμο, άνευρο, γραφειοκρατικό, αντιαναπτυξιακό και σε πολλές περιπτώσεις κοινωνικά άδικο.
Το φορολογικό νομοσχέδιο είναι κοινωνικά άδικο. Με τα τεκμήρια διαβίωσης που επιβάλλει, ευνοεί σκανδαλωδώς τα μεγάλα εισοδήματα βάζοντας στην ουσία πλαφόν στα τεκμήριά τους πολύ μικρότερο του πραγματικού. Αυτό γίνεται σε βάρος των χαμηλών και μεσαίων εισοδημάτων που επιβαρύνονται με ιδιαίτερα αυξημένα τεκμήρια. Καταργεί στην ουσία το αφορολόγητο των 12.000 € συνδέοντάς το με αποδείξεις, που αναμένεται να δημιουργήσουν μεγάλο πρόβλημα στα μικρά και πολύ μικρά εισοδήματα. Μειώνει τις εκπτώσεις φόρων από στεγαστικά δάνεια ή ασφάλιστρα και καταργεί την ευνοϊκή μεταχείριση σε πολύ επικίνδυνα επαγγέλματα απαραίτητα για την Εθνική μας Άμυνα και ασφάλεια (όπως πιλότοι της Πολεμικής Αεροπορίας, Πυροτεχνουργοί, Ναρκαλιευτές, Αλεξιπτωτιστές, Δύτες, Καταδύτες, Βατραχάνθρωποι κλπ).
Ακόμη το νομοσχέδιο είναι αντιαναπτυξιακό, γιατί με την υπερβολική φορολόγηση των μικρομεσαίων επιχειρήσεων μέσω της «αυτοπεραίωσης», αναμένεται να βάλει λουκέτα σε πολλές επιχειρήσεις που με δυσκολία επιβιώνουν. Δημιουργεί έντονο πρόβλημα ρευστότητας στην ήδη δοκιμαζόμενη αγορά με τη μείωση της αγοραστικής δύναμης των Ελλήνων πολιτών, αλλά και με την αδικαιολόγητη παρακράτηση ποσοστού 8% για όλες τις συναλλαγές παροχής υπηρεσίας μεταξύ εμπορικών επιχειρήσεων. Παράλληλα, δημιουργεί αρνητικό κλίμα στο επιχειρείν με τη φορολόγηση με 40% των συντελεστών διανεμόμενων κερδών (μερισμάτων) των επιχειρήσεων, του υψηλότερου φορολογικού συντελεστή σε όλη την Ευρώπη.
Τα στοιχειωδώς ανεπαρκή προβλεπόμενα αναπτυξιακά μέτρα, είναι ιδιαιτέρως περιορισμένα και κυρίως απευθύνονται στην επιχειρηματικότητα ανάγκης και όχι στην επιχειρηματικότητα ευκαιρίας, δηλαδή στην συνειδητή προσπάθεια μέσω φορολογικών κινήτρων να προσελκύσει ξένες μεγάλες επενδύσεις.
Επίσης, δίνει τη «χαριστική βολή» στην κτηματαγορά και τον κατασκευαστικό κλάδο, έναν από τους βασικούς πυλώνες ανάπτυξης της Ελληνικής Οικονομίας, μέσω των αυστηρών τεκμηρίων ιδιοκατοίκησης, της κατάργησης απαλλαγής από το «πόθεν έσχες» για αγορά Α΄ κατοικίας, την επαναφορά των φόρων γονικών παροχών, δωρεών, κληρονομικών, που η κυβέρνηση της ΝΔ είχε καταργήσει. Την ίδια στιγμή με τις αναμενόμενες μεγάλες αυξήσεις των αντικειμενικών αξιών των ακινήτων, σίγουρα θα πληγούν ιδιοκτήτες της μεσαίας και σε αρκετές περιπτώσεις και της μικρής ακίνητης περιουσίας.
Τέλος, είναι ένα νομοσχέδιο ιδιαιτέρως γραφειοκρατικό. Προβλέπει μια σειρά νέων υποχρεώσεων στις επιχειρήσεις που αναμένεται να αυξήσουν το εξωγενές κόστος τους, χωρίς την κατάργηση του Κώδικα Βιβλίων και Στοιχείων, όπως αρχικά υποσχόταν η κυβέρνηση, χωρίς κωδικοποίηση των διαφόρων φορολογιών, χωρίς ριζική αναδιάρθρωση των προβληματικών υπηρεσιών του φοροεισπρακτικού μηχανισμού.
Από όλα τα παραπάνω είναι φανερό, ότι το Νομοσχέδιο θα είναι και αναποτελεσματικό. Γι΄ αυτόν το λόγο άλλωστε και η κυβέρνηση έβαλε πολύ χαμηλά τον πήχη των προσδοκιών σε σχέση με τα δημοσιονομικά έσοδα που περιμένει από το φορολογικό νομοσχέδιο και την αντιμετώπιση της φοροδιαφυγής.
Κρίμα γιατί πραγματικά χάθηκε μια πολύ μεγάλη ευκαιρία για μια γενναία-πραγματικά ριζοσπαστική φορολογική μεταρρύθμιση που έχει ανάγκη ο τόπος και γιατί για μία ακόμη φορά η Κυβέρνηση αποδείχθηκε πολύ κατώτερη των περιστάσεων.